ὠμοπλάται

ὠμοπλάται
ὠμοπλάτη
shoulder blade
fem nom/voc pl
ὠμοπλάτᾱͅ , ὠμοπλάτη
shoulder blade
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὠμοπλάτᾳ — ὠμοπλάται , ὠμοπλάτη shoulder blade fem nom/voc pl ὠμοπλάτᾱͅ , ὠμοπλάτη shoulder blade fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”